Sokajy:Anarana iombonana amin'ny teny grika
Aller à la navigation
Aller à la recherche
Ireo lahatsoratra ao amin'ny sokajy "Anarana iombonana amin'ny teny grika"
Misy pejy 6 092 ato amin'ity ity sokajy ity. Pejy 200 no aseho ato.
(pejy nialoha) (pejy manaraka)Ά
- άβαθα
- άβατο
- άβυσσος
- άγαμος
- άγανο
- άγγελμα
- άγγελος
- άγγιγμα
- Άγιο Μύρο
- άγιος
- άγκιστρο
- άγνοια
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
- άγνωστος
- άγρωστη
- άγχος
- άδεια
- άδεια διαμονής
- άδειασμα
- άδικο
- άδραγμα
- άδυτα
- άδυτο
- άθλος
- άθυρμα
- άκουσμα
- άκρη
- άκρια
- άκρο
- άλγεβρα
- άλγος
- άλειμμα
- άλεση
- άλεσμα
- άλικο
- άλκη
- άλλοθι
- άλμα
- άλμη
- άλογο
- άλσος
- άλυσος
- άλφα
- άλωση
- άμαξα
- άμβλυνση
- άμβλωση
- άμιλλα
- άμμος
- άμοιρη
- άμοιρος
- άμπωτη
- άμυλο
- άναμμα
- άναξ
- άνασσα
- άνγκστρομ
- άνδηρο
- άνεμος
- άνεργοι
- άνεση
- άνηθο
- άνηθος
- άνθηση
- άνθιση
- άνθισμα
- άνθος
- άνθρακας
- άνθρωπος
- άνοδος
- άνοιγμα
- άνοιξη
- άνορακ
- άντλημα
- άντληση
- άντρακλας
- άντρας
- άντρο
- άξονας
- άουτο ντα φε
- άπαντα
- άπατρις
- άπειρο
- άπιστος Θωμάς
- άπλωμα
- άποικος
- άποψη
- άραγμα
- άργητα
- άργιλος
- άρθρο
- άρια
- άριος
- άρκτος
- άρμα
- άρμεγμα
- άρμοση
- άρνηση
- άρπαγας
- άρπαγμα
- άρπαξ
- άρπυια
- άρρενας
- άρρητος αριθμός
- άρρωστος
- άρση
- άρτος
- άρτυμα
- άρχοντας
- άρχουσα τάξη
- άσθμα
- άσος
- άσπρο
- άστυ
- άσυλο
- άσφαλτος
- άσωτος υιός
- άτλαντας
- άτλας
- άτομο
- άφιξη
- άφτρα
- άχθος
- άχυρο
Έ
- έγγραφο
- έγερση
- έγκαυμα
- έγκλημα
- έγκλημα πολέμου
- έγκληση
- έγκριση
- έγκυος
- έγνοια
- έδαφος
- έδρα
- έθιμο
- έθνος
- έικρ
- έκδοση
- έκθεμα
- έκθεση
- έκλειψη
- έκπληξη
- έκπτωση
- έκρηξη
- έκταση
- έκτοπη κύηση
- έκτρωση
- έκφραση
- έλαιο
- έλατο
- έλεγχος
- έλεος
- έλικα
- έλικας
- έλλειψη
- έλος
- έμβλημα
- έμπορος
- έμφαση
- ένδεια
- ένδυμα
- έννοια
- ένοχος
- ένσταση
- ένστικτο
- ένταλμα
- ένταξη
- έντερο
- έντομο
- έντυπο
- ένωση
- έξη
- έξοδος
- έξοδος κινδύνου
- έπαινος
- έρανος
- έργο
- έργο τέχνης
- έρευνα
- έρημος
- έριδα
- έρις
- έρωντας
- έρως
- Έρωτας
- έρωτας
- έσοξ
- έτος
- έφεση
- έφηβη
- έφηβος
- έφοδος
- έφορος
- έχθρα
- έχιδνα
- έψιλον