Sokajy:Matoanteny amin'ny teny grika
Aller à la navigation
Aller à la recherche
Ireo lahatsoratra ao amin'ny sokajy "Matoanteny amin'ny teny grika"
Misy pejy 1 735 ato amin'ity ity sokajy ity. Pejy 200 no aseho ato.
(pejy nialoha) (pejy manaraka)-
Ί
Α
- αίρομαι
- αβγατίζομαι
- αβδελλιάζω
- αβλεπτώ
- αβροδιαιτώμαι
- αγάλλομαι
- αγαθεύω
- αγαθοφέρνω
- αγανακτώ
- αγαντάρω
- αγαπάω
- αγαπίζω
- αγαπιέμαι
- αγγέλω
- αγγίζομαι
- αγγίζω
- αγγελοθωρώ
- αγγλοποιώ
- αγγλοφέρνω
- αγιάζομαι
- αγιάζω
- αγιοποιώ
- αγιοποιούμαι
- αγκαζάρομαι
- αγκαζάρω
- αγκαλιάζομαι
- αγκαλιάζω
- αγκιστρώνομαι
- αγκιστρώνω
- αγκομαχάω
- αγκυλώνω
- αγκωνιάζω
- αγλαΐζω
- αγνίζω
- αγνοώ
- αγνωμονώ
- αγοράζομαι
- αγοράζω
- αγορεύω
- αγουροξυπνώ
- αγουροφέρνω
- αγριεύομαι
- αγριεύω
- αγριοκοιτάζομαι
- αγριοκοιτάζω
- αγριομιλώ
- αγρυπνώ
- αγχώνομαι
- αγχώνω
- αγωνίζομαι
- αγωνιώ
- αδελφώνω
- αδημονώ
- αδιαθετώ
- αδιαφορώ
- αδικώ
- αδικούμαι
- αδράχνω
- αδρανώ
- αδρανοποιώ
- αδρανοποιούμαι
- αδροπληρώνω
- αδυνατίζω
- αδυνατώ
- αερίζω
- αεριοποιώ
- αεροβατώ
- αεροκοπανίζω
- αερολογώ
- αεροφωτογραφίζομαι
- αεροφωτογραφίζω
- αεροφωτογραφούμαι
- αηδονολαλώ
- αθεΐζω
- αθετώ
- αθλούμαι
- αθροίζω
- αθυμώ
- αθωώνομαι
- αθωώνω
- αιδούμαι
- αιθεροβατώ
- αιμάσσω
- αιματοκυλίζω
- αιματοκυλώ
- αινώ
- αισθάνομαι
- αισθητοποιώ
- αισιοδοξώ
- αισχύνομαι
- αισχροκερδώ
- αισχρολογώ
- αιτώ
- αιτιάζομαι
- αιτιολογώ
- αιτούμαι
- αιφνιδιάζω
- αιχμαλωτίζω
- αιωρούμαι
- ακαματεύω
- ακινητώ
- ακινητοποιώ
- ακκίζομαι
- ακμάζω
- ακούγομαι
- ακολασταίνω
- ακολουθώ
- ακολουθούμαι
- ακονίζω
- ακουμπώ
- ακριβολογώ
- ακριβοπληρώνομαι
- ακριβοπληρώνω
- ακριβοπουλώ
- ακριτολογώ
- ακροάζομαι
- ακροώμαι
- ακροπατώ
- ακρωτηριάζω
- ακτινοβολώ
- ακυρώνω
- αλέθω
- αλαζονεύομαι
- αλαλάζω
- αλαργεύω
- αλατίζω
- αλατοπιπερώνω
- αλαφιάζω
- αλαφροζυγιάζομαι
- αλαφροπατώ
- αλείφομαι
- αλείφω
- αλεγράρω
- αλευρώνω
- αλευροποιώ
- αληθεύω
- αλλάζομαι
- αλλαξοδρομώ
- αλληγορώ
- αλληθωρίζω
- αλληλεπιδρώ
- αλληλεπικοινωνώ
- αλληλοαπάγομαι
- αλληλοβοηθούμαι
- αλληλοβρίζομαι
- αλληλογραφώ
- αλληλοκοιτάζομαι
- αλληλοπαντρεύομαι
- αλληλοσκοτώνομαι
- αλληλοσπαράζομαι
- αλληλοσυμπληρώνομαι
- αλληλοσυνδέω
- αλληλοτρώγομαι
- αλληλοϋποστηρίζομαι
- αλλοιώνω
- αλμυρίζω
- αλυσώνω
- αλυσοδένομαι
- αλυσοδένω
- αλυχτώ
- αλωνίζω
- αμύνομαι
- αμαρτάνω
- αμαυρώνω
- αμβλύνω
- αμείβω
- αμελώ
- αμερικανίζω
- αμερικανοκρατούμαι
- αμεροληπτώ
- αμιλλώμαι
- αμνηστεύω
- αμολάω
- αμπώχνω
- αμπαλάρομαι
- αμπαλάρω
- αμποδένω
- αμπραγιάρω
- αμφιβάλλω
- αμφιρρέπω
- αμφισβητώ
- αμφιταλαντεύομαι
- ανάβομαι
- ανάβω
- ανάγομαι
- ανάγω
- ανέρχομαι