Sokajy:Mpamaritra amin'ny teny grika
Apparence
a | b | c | d | e | f | g | h | i | j | k | l | m | n | o | p | r | s | t | u | v | w | x | y | z |
- Mpamaritra eo amin'i Wikipedia
- Fiteny grika eo amin'i Wikipedia
Ireo lahatsoratra ao amin'ny sokajy "Mpamaritra amin'ny teny grika"
Misy pejy 4 209 ato amin'ity ity sokajy ity. Pejy 200 no aseho ato.
(pejy nialoha) (pejy manaraka)E
Ά
- άβαλτος
- άβατος
- άβαφος
- άβγαλτος
- άβιος
- άβλαβος
- άβλαπτος
- άβλαφτος
- άβολος
- άβραστος
- άβρεχτος
- άβροχος
- άγαμος
- άγαρμπος
- άγγιχτος
- άγδαρτος
- άγδυτος
- Άγιος
- άγιος
- άγλυκος
- άγλωσσος
- άγναντος
- άγνωμος
- άγνωρος
- άγνωστος
- άγονος
- άγουρος
- άγουστος
- άγραφος
- άγρυπνος
- άδαρτος
- άδειος
- άδειπνος
- άδεντρος
- άδετος
- άδηλος
- άδικος
- άδιωχτος
- άδολος
- άδοξος
- άδοτος
- άδουλος
- άδροσος
- άδυτος
- άεργος
- άζευτος
- άζουμος
- άζυμος
- άζωστος
- άηχος
- άθαφτος
- άθεη
- άθελος
- άθεος
- άθερος
- άθικτος
- άθλιος
- άθολος
- άθραυστος
- άθρησκος
- άθυμος
- άκαιρος
- άκακος
- άκαμπτος
- άκαπνος
- άκαρδος
- άκαρπος
- άκαυστος
- άκαυτος
- άκεφος
- άκλαυτος
- άκλειστος
- άκληρος
- άκλητος
- άκομψος
- άκοπος
- άκοσμος
- άκουρος
- άκρατος
- άκριτος
- άκρος
- άκτιστος
- άκυρος
- άλαλος
- άλεστος
- άληκτος
- άληστος
- άλικος
- άλιωτος
- άλκιμος
- άλογος
- άλπειος
- άλυπος
- άλυτος
- άμεμπτος
- άμεσος
- άμετρος
- άμισθος
- άμοιαστος
- άμοιρος
- άμορφος
- άμουσος
- άμυαλος
- άμωμος
- άνανδρος
- άνανθος
- άναρθρος
- άναρχος
- άναστρος
- άναφτος
- άνεργος
- άνετος
- άνευρος
- άνηβος
- άνθινος
- άνισος
- άνιφτος
- άνομβρος
- άνομος
- άνοπτος
- άνους
- άντυτος
- άνυδρος
- άξαφνος
- άξενος
- άξεστος
- άξιος
- άξυστος
- άοκνος
- άοπλος
- άπαιχτος
- άπαρτος
- άπας
- άπατος
- άπαυστος
- άπαχος
- άπειρος
- άπελπις
- άπηχτος
- άπιαστος
- άπιοτος
- άπιστος
- άπλαστος
- άπλερος
- άπλεχτος
- άπληστος
- άπλυτος
- άπνοος
- άπνους
- άπονος
- άπορος
- άπους
- άπραγος
- άπροικος
- άπταιστος
- άπτερος
- άραφτος
- άραχνος
- άριστος
- άρρηκτος
- άρρην
- άρρητος
- άρρυθμος
- άρρωστος
- άρτιος
- άσαρκος
- άσβεστος
- άσειστος
- άσεμνος
- άσημος
- άσηπτος
- άσιγμος
- άσιτος
- άσκαστος
- άσκαφτος
- άσκεπος
- άσκιαχτος
- άσκοπος
- άσμιχτος
- άσοφος
- άσπαστος
- άσπονδος
- άστατος
- άστεγος
- άστικτος
- άστολος
- άστοργος
- άστοχος
- άστρινος
- άστυφτος
- άσφαιρος
- άσφαλτος
- άσφαχτος
- άσφιχτος
- άσχετος
- άσχημος
- άσωτος
- άτακτος
- άταφος