Sokajy:Mpamaritra amin'ny teny grika taloha
Apparence
a | b | c | d | e | f | g | h | i | j | k | l | m | n | o | p | r | s | t | u | v | w | x | y | z |
- Mpamaritra eo amin'i Wikipedia
- Fiteny grika taloha eo amin'i Wikipedia
Ireo lahatsoratra ao amin'ny sokajy "Mpamaritra amin'ny teny grika taloha"
Misy pejy 2 724 ato amin'ity ity sokajy ity. Pejy 200 no aseho ato.
(pejy nialoha) (pejy manaraka)O
Α
- αὔξιμος
- αὖος
- αὐδήεις
- αὐθεντικός
- αὐλικός
- αὐστηρός
- αὐτόματος
- αὐτόχθων
- αὐτεπάγγελτος
- αὐτοκέφαλος
- αὐτοκρατής
- αὐτοπαγής
- αὐτοπαθής
- αὐχμηρός
- αἰόλος
- αἰώνιος
- Αἰγύπτιος
- Αἰγαῖος
- αἰγείρινος
- αἰγοπρόσωπος
- Αἰγυπτιακός
- αἰδοῖος
- αἰζηός
- αἰθαλόεις
- Αἰθιοπικός
- αἰνός
- αἰνετός
- αἰολόπωλος
- αἰολόστομος
- Αἰολικός
- αἰπός
- αἰπύς
- αἰπεινός
- αἰσθητικός
- αἰσχρός
- αἰτητός
- αἰτιατικός
- αἰχμάλωτος
- αἱμάτινος
- αἱματόεις
- αἱμοφόβος
- αἱρετικός
- αἴγινος
- αἴθαλος
- αἴθινος
- αἴρινος
- αἴσιμος
- αἴσυλος
- αἴτιος
- αἶθοψ
- αὑτός
Β
- Βάκχειος
- βάναυσος
- βάρβαρος
- βάσκανος
- βέβαιος
- βίαιος
- βόειος
- βόρειος
- βόϊνος
- βύβλινος
- βύρσινος
- βύσσινος
- βώλινος
- βαγαῖος
- βαθύδενδρος
- βαθύκολπος
- βαθύρροος
- βαθύς
- βαθύσχοινος
- βαθυπόλεμος
- βαιός
- Βακτριανός
- βαλάνινος
- βαλαύστρινος
- βαλανηφάγος
- βαλιός
- βαμβάκινος
- βαρύς
- βαρύτονος
- βαρβαρικός
- βασίλειος
- βασιλικός
- βατός
- βαυκός
- βαφικός
- βδελυρός
- βεβρός
- βιαστέος
- βιωτικός
- βλάξ
- βλάσφημος
- βλαβερός
- βλαδύς
- βλαισός
- βλαπτικός
- βλοσυρός
- βλωθρός
- βοηθόος
- βοηθός
- βομβύκινος
- βοτανικός
- βουδόρος
- βουκέφαλος
- βουκολικός
- βουλευτός
- βουληφόρος
- βουπόρος
- βουτύρινος
- βουτρόφος
- βρύτινος
- βραδύς
- βραχύς
- βραχυδάκτυλος
- βριθύς
- βροτόεις
- βροτολοιγός
- βρωτικός
- βωλοκόπος
Γ
- γήινος
- γίγας
- γύπινος
- γύψινος
- γαλάκτινος
- γαλακτικός
- γαλακτοφάγος
- γαληνός
- Γαλιλαῖος
- γαμήλιος
- γαμικός
- γαμψός
- γαμψῶνυξ
- γαστρίμαργος
- γαῦρος
- γαυσός
- γεγωνός
- γελοῖος
- γενέθλιος
- γενεαλογικός
- γενεθλιακός
- γενικός
- γενναῖος
- γεραιός
- γεραρός
- γεργέριμος
- γεωργός
- γιγγράϊνος
- γλίσχρος
- γλαύκινος
- γλαυκός
- γλαφυρός
- γλοιός
- γλυκύπικρος
- γλυκύς
- γλυκύφθογγος
- γλυπτός
- γνωμονικός
- γνωστός
- γνωστικός
- γνωτός
- γογγύλος
- γοεδνός
- γονυπετής
- γοργός
- Γραικός
- γραμματικός
- γραμμικός
- γραπτός
- γραφικός
- γυιός
- γυμνός
- γυναικεῖος
- γυρός