Sokajy:grika taloha
Fiseho
Zana-tsokajy
Ireo sokajy ireo dia manana zana-tsokajy 3 . Ny taotaliny dia 3
A
- Anarana iombonana amin'ny teny grika taloha (7 152 Pj)
M
- Matoanteny amin'ny teny grika taloha (2 124 Pj)
- Mpamaritra amin'ny teny grika taloha (2 929 Pj)
Ireo lahatsoratra ao amin'ny sokajy "grika taloha"
Misy pejy 15 411 ato amin'ity ity sokajy ity. Pejy 200 no aseho ato.
(pejy nialoha) (pejy manaraka)O
Έ
Α
- αδιακρίτως
- Αὔγη
- Αὔγουστος
- αὔξησις
- αὔξιμος
- Αὔξουμον
- αὔρα
- αὔριον
- Αὔσονες
- αὔτως
- αὔω
- αὖ
- αὖθις
- αὖλαξ
- αὖλις
- Αὖλος
- αὖος
- αὖτις
- αὐγή
- Αὐγειαί
- αὐδάω
- αὐδή
- αὐδήεις
- Αὐδυναῖος
- Αὐεντῖνον
- αὐθέντης
- αὐθεντικός
- αὐλέω
- αὐλή
- Αὐλίς
- αὐλός
- αὐλαία
- αὐλητής
- αὐλητρίς
- αὐλικός
- αὐλοθήκη
- αὐλῳδός
- αὐλωπίας
- αὐξάνω
- Αὐρήλιος
- Αὐρηλιανός
- Αὐσονία
- αὐστηρός
- αὐτάρκεια
- αὐτίκα
- αὐτόθεν
- αὐτόθι
- Αὐτόλυκος
- αὐτόματον
- αὐτόματος
- αὐτόμολος
- αὐτός
- αὐτόσε
- αὐτόχθων
- αὐταρχία
- αὐτεπάγγελτος
- αὐτοεπιθυμία
- αὐτοκέφαλος
- αὐτοκράτειρα
- αὐτοκράτωρ
- αὐτοκρατής
- αὐτοκρατία
- Αὐτομέδων
- αὐτονομία
- αὐτοπαγής
- αὐτοπαθής
- αὐτοῦ
- αὐτοψία
- αὐχήν
- αὐχμός
- αὐχμηρός
- Αἰήτης
- αἰόλος
- αἰών
- αἰώνιος
- αἰώρα
- Αἰακίδης
- Αἰακός
- αἰγίλωψ
- αἰγίς
- Αἰγύπτιοι
- Αἰγύπτιον
- Αἰγύπτιος
- Αἰγαί
- Αἰγαία θάλασσα
- Αἰγαῖον
- Αἰγαῖον πέλαγος
- Αἰγαῖος
- αἰγείρινος
- αἰγιαλός
- αἰγιαλοφύλαξ
- Αἰγινήτης
- αἰγοπρόσωπος
- αἰγυπιός
- Αἰγυπτία
- Αἰγυπτιακός
- αἰγωλιός
- αἰδέομαι
- αἰδίλης
- αἰδώς
- Αἰδώς
- Αἰδηψός
- αἰδοῖος
- αἰειγενέτης
- αἰζηός
- Αἰθάλεια
- αἰθήρ
- Αἰθίοψ
- αἰθαλόεις
- Αἰθιοπία
- Αἰθιοπικός
- αἰκίζω
- Αἰμίλιος
- Αἰμιλία
- αἰνέω
- αἰνός
- Αἰνείας
- αἰνετός
- αἰνῶς
- Αἰολία
- Αἰολίς
- αἰολόπωλος
- αἰολόστομος
- Αἰολεύς
- Αἰολικός
- αἰπόλος
- αἰπός
- Αἰπύ
- αἰπύς
- αἰπεινός
- Αἰσών
- αἰσθάνομαι
- αἰσθητής
- αἰσθητικός
- αἰσχύνη
- αἰσχύνω
- αἰσχρός
- αἰτία
- αἰτίζω
- αἰτητός
- αἰτιάομαι
- αἰτιατικός
- Αἰτωλίς
- Αἰτωλός
- αἰχμάζω
- αἰχμάλωτος
- αἰχμή
- αἰχμαλωτίζω
- αἰχμητής
- αἰωνιότης
- αἱμάτινος
- αἱμασιά
- αἱματόεις
- αἱμορραγία
- αἱμορροΐς
- αἱμοφόβος
- αἱρέσια
- αἱρέω
- αἱρεσιώτης
- αἱρετικός
- αἴγαγρος
- Αἴγειρα
- αἴγειρος
- αἴγιθος
- Αἴγινα
- αἴγινος
- Αἴγιον
- Αἴγισθος
- αἴγλη
- Αἴγυπτος
- Αἴδουος
- αἴθαλος
- Αἴθιλλα
- αἴθινος
- αἴθουσα
- Αἴθρα
- αἴθυια
- αἴθω
- αἴθων
- Αἴθων
- Αἴλανα
- αἴλουρος
- αἴνεσις
- αἴνιγμα
- αἴνυμαι
- αἴξ
- Αἴολος
- αἴρινος
- αἴσακος
- Αἴσακος
- Αἴσηπος
- αἴσθησις
- αἴσιμον ἦμαρ
- αἴσιμος
- αἴσυλος
- Αἴσωπος
- αἴτησις